- τεζαριστός
- η , ό натянутый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεζαριστός — ή, ό, Ν πολύ τεντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεζάρω + κατάλ. ιστός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. λαχταρ ιστός] … Dictionary of Greek
τεζαριστός — ή, ό τεντωμένος, τσιτωτός: Το σκοινί είναι τεζαριστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έντονος, -η — ο επίρρ. α 1. τεντωμένος, τεζαριστός. 2. που έχει ένταση, σφοδρός, ισχυρός, ζωηρός: Έντονος πόνος. – Έντονος χρωματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιτωτός — ή, ό επίρρ. ά τσιτωμένος, τεντωμένος, τεζαριστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)